λαιμόδεσμος

λαιμόδεσμος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "λαιμόδεσμος" в других словарях:

  • λαιμόδεσμος — ο ναυτ. ναυτικός κόμβος που αποτελείται από δύο επάλληλους δεσμούς και που χρησιμοποιείται για την άρση ή μετακίνηση βαριών αντικειμένων, αλλ. λαιμοδέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δεσμός (πρβλ. αλυσό δεσμος, χειρό δεσμος). Η λ. μαρτυρείται από το… …   Dictionary of Greek

  • δεσμός — ο (AM δεσμός) 1. το μέσο (σκοινί, ταινία, λουρί) με το οποίο δένεται κάτι 2. σύνδεσμος, σχέση αμοιβαιότητας («έχουν ερωτικό δεσμό», «κατὰ φιλίας δεσμόν», «δεσμοὶ γὰρ οὗτοι πάσης πολιτείας») 3. ο κόμπος 4. φρ. «ο Γόρδιος δεσμός» κόμπος τόσο… …   Dictionary of Greek

  • λαιμοδέτης — ο 1. λωρίδα από ύφασμα η οποία δένεται γύρω από το περιλαίμιο τού υποκαμίσου σχηματίζοντας κόμπο, κυ. γραβάτα 2. ναυτ. λαιμόδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + δέτης (< δέω [ΙΙ] «δένω»), πρβλ. γλωσσο δέτης, κομπο δέτης. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ …   Dictionary of Greek

  • λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»